Μάχη στο Άργος
Φτάνοντας στην πόλη, έμαθε πως ο Αντίγονος βρισκόταν ήδη εκεί, σε υψηλό σημείο με θέα ολόκληρη την πεδιάδα. Ο Πύρρος επέλεξε να στρατοπεδεύσει κοντά στη Ναυπλία. Οι δύο βασιλείς είχαν απλά προλάβει να ανταλλάξουν προσβολές, όταν δύο πρεσβείες από την πόλη τους παρακάλεσαν να μεταφέρουν αλλού τη διαμάχη τους, επιτρέποντας στο Άργος να τηρήσει ουδέτερη στάση. Ο Αντίγονος έδειξε θετική διάθεση στέλνοντας το γιο του στην πόλη σαν όμηρο. Ο Πύρρος επίσης δέχτηκε, αλλά δεν έδειξε κάποιο σημάδι δέσμευσης.Πράγματι κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Αριστέας άφησε ανοιχτή μια από τις πύλες της πόλης, δίνοντας την ευκαιρία στους Γαλάτες του Πύρρου να ξεχυθούν στην Αγορά. Ωστόσο οι ελέφαντές του αντιμετώπισαν μεγάλη δυσκολία στη διέλευση από τις πύλες, κάτι που έδωσε χρόνο στους κατοίκους να οργανωθούν και να στείλουν μήνυμα στον Αντίγονο. Ο τελευταίος κατέφθασε έξω από τα τείχη κι έστειλε μέσα το γιο του να ελέγξει την κατάσταση. Την ίδια στιγμή συνέπεσε και η άφιξη του Αρέως με 1.000 Σπαρτιάτες και Κρήτες, οι οποίοι, αφού ενώθηκαν με τους άνδρες του Μακεδόνα βασιλιά, προκάλεσαν μεγάλη σύγχυση στους Γαλάτες. Παρά την είσοδο του Πύρρου στην πόλη δεν απετράπη η απόλυτη αταξία ανάμεσα στους στρατιώτες, καθώς οι δρόμοι ήταν πολύ στενοί και το σκοτάδι πυκνό. Το μόνο που απέμενε και στις δύο πλευρές ήταν να περιμένουν το ξημέρωμα.
Η εικόνα που είδε το πρωί ήταν αποκαρδιωτική για τον Πύρρο. Έτσι έκρινε καλύτερο να διατάξει υποχώρηση. Φοβούμενος ωστόσο πως οι πύλες θα μετατρέπονταν σε σημείο συνωστισμού για τους άνδρες του, έστειλε έναν αγγελιοφόρο στο γιο του, τον Έλενο, που περίμενε με μεγάλο τμήμα του στρατού έξω από την πόλη, με την παραγγελία να γκρεμίσει μέρος των τειχών. Ο αγγελιοφόρος όμως δεν κατάφερε να μεταδώσει καθαρά τις εντολές. Παρεξηγώντας το αίτημα του πατέρα του, ο Έλενος πήρε τους υπόλοιπους ελέφαντες και τους καλύτερους άνδρες του και μπήκε στην πόλη να βοηθήσει.
Με τους μισούς στρατιώτες του να προσπαθούν να βγουν από την πόλη, και με τους άλλους μισούς να προσπαθούν να μπουν, ο στρατός του Πύρρου έπεσε σε αναρχία. Την κατάσταση επιδείνωσε η παρουσία των ελεφάντων. Ο μεγαλύτερος έπεσε μπροστά στην έξοδο διαφυγής και ένας άλλος, ο Νίκων, έψαχνε να βρει τον αναβάτη του που είχε πέσει νεκρός από την πλάτη του. Έπεσε πάνω στο κύμα των στρατιωτών που προσπαθούσαν να διαφύγουν, συντρίβοντας φίλους και εχθρούς, μέχρι που βρήκε το νεκρό του αφέντη, τον έβαλε στους χαυλιόδοντές του με την προβοσκίδα του και συνέχισε την ξέφρενη πορεία του. Οι στριμωγμένοι στρατιώτες είτε ποδοπατήθηκαν, είτε πέθαναν από φιλικό σπαθί καθώς ο συνωστισμός ήταν πολύ μεγάλος και δεν μπόρεσαν να αποτραπούν ατυχήματα.
Ο θάνατος του ΠύρρουΟ Πύρρος, βλέποντας την απελπιστική κατάσταση, αφαίρεσε τα διακριτικά του από το κράνος του και βασιζόμενος στο άλογό του όρμησε ανάμεσα στους εχθρούς που τον καταδίωκαν. Τότε δέχτηκε χτύπημα από ένα ακόντιο που τρύπησε την πανοπλία του στο θώρακα. Το τραύμα αποδείχτηκε αμελητέο και τότε στράφηκε ενάντια στο στρατιώτη που του είχε επιτεθεί, κάποιου άνδρα από το Άργος, που ήταν γιος κάποιας φτωχής ηλικιωμένης γυναίκας. Εκείνη είχε καταφύγει στη στέγη κάποιου οικήματος από όπου είχε θέα της μάχης. Όταν είδε τον κίνδυνο που διέτρεχε ο γιος της, σήκωσε έντρομη ένα κεραμίδι και το εκσφενδόνισε κατά του βασιλιά με τα δύο της χέρια. Ο Πύρρος δέχτηκε το χτύπημα κάτω από το κράνος, με αποτέλεσμα να σπάσουν οι σπόνδυλοι στη βάση του τραχήλου του. Σαν αποτέλεσμα έχασε τις αισθήσεις του και τα χαλινάρια του τού έφυγαν από τα χέρια. Έτσι έπεσε ανάμεσα στους μαχόμενους που δεν αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί.
Εντούτοις ένας άνδρας με το όνομα Ζώπυρος, ο οποίος υπηρετούσε υπό τις διαταγές του Αντίγονου, μαζί με δύο τρεις άλλους, κατάλαβαν ποιος ήταν και τον έσυραν στο κατώφλι ενός σπιτιού, πάνω στη στιγμή που άρχιζε να ανακτά τις αισθήσεις του. Τα χέρια του Ζώπυρου δίστασαν ελάχιστα μπροστά στο βλέμμα του βασιλιά, παρόλα αυτά κατέβηκαν χτυπώντας τον άτεχνα στο σαγόνι. Έτσι τον αποκεφάλισε αργά και με δυσκολία.
Τότε ο γιος και διάδοχος του βασιλιά Αντίγονου, ο Αλκιονεύς, αφού βεβαιώθηκε για την ταυτότητα του νεκρού, άρπαξε ο ίδιος το κεφάλι και θριαμβευτικά το εναπόθεσε μπροστά στα πόδια του πατέρα του. Ωστόσο ο Αντίγονος, βλέποντας το αποτρόπαιο θέαμα, άρπαξε το ραβδί του κι άρχισε να χτυπά και να διώχνει το γιο του, αποκαλώντας τον άξεστο και βάρβαρο. Κατόπιν ξέσπασε σε λυγμούς ενθυμούμενος τις κακοτυχίες του πατέρα του, Δημητρίου, και του παππού του, Αντίγονου.
Κατόπιν διέταξε να προετοιμαστούν τα λείψανα του εχθρού του για την τελετή της ταφής και για την καύση. Όταν αργότερα ο Αλκιονεύς εντόπισε τον πρίγκιπα Έλενο κάπου σε κακή κατάσταση και ντυμένο με κουρέλια, δεν τον πείραξε. Του μίλησε με την αρμόζουσα ευγένεια και τον οδήγησε μπροστά στον πατέρα του. Ευχαριστημένος ο Αντίγονος αυτή τη φορά επαίνεσε το γιο του, επισημαίνοντας δε πως έπρεπε να του είχε δώσει καλύτερα ρούχα. Ύστερα, φρόντισε τον Έλενο και τιμώντας την κοινωνική του θέση, του έδωσε τα λείψανα του Πύρρου για να τις μεταφέρει με ασφάλεια στην πατρίδα τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου