Θυμάμαι, κάποτε το '90, με το άνοιγμα των συνόρων, πώς άλλαξε η ζωή μου μέσα σε ένα μήνα. Τελειώσαμε την 8η τάξη και όλα βαίναν καλώς. Πήγαμε σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης (ο καθένας όπου ήθελε ή όπου τον έστελνε το τότε καθεστώς ) και όλα βαίναν καλώς.
Για μας τα ξεπεταρόνια όλα βαίναν καλώς, γιατί για την πιο μεγάλη γενιά το περιβάλλον ήταν
αποπνικτικό. Άρχισε το μεγάλο μπαμ της αποδήμησης. Πρώτα ακούγαμε πως έφευγαν ένας ένας από τη γενιά του '68 ως '70. Ο πανικός στα μάτια εμάς των δεκατετράχρονων ήταν εμφανής, αφού χάναμε από δίπλα μας τους υποστηρικτές μας, αδέρφια, ξαδέρφια, φίλους.
Ξέραμε ότι πέρναγαν δύσκολα τα σύνορα, από δύσβατους δρόμους και έπρεπε να ξεφύγουν από τις σφαίρες των δαιμονισμένων συνοριακών φυλάκων.
Λίγο αργότερα το σύστημα έπεσε και τα σύνορα άνοιξαν νόμιμα. Άρχισαν τότε να φεύγουν και νέοι της επόμενης γενιάς, ως το '73.
Ξαφνικά ήρθε και η σειρά μας. Ένας ένας, οι φίλοι μου ακολουθούσαν τα αδέρφια, τα ξαδέρφια και άλλους συγγενείς. Ως το '92, έφυγε και ο προτελευταίος. Ναι ναι προτελευταίος, γιατί τελευταίος ήμουν εγώ, που δεν είχα πού να πάω.
Έκατσα λοιπόν 2 χρόνια μόνος και απαρηγόρητος. Σε κάθε γωνιά του χωριού που περπατούσα, έβλεπα οράματα και σκάλιζα τις αναμνήσεις μου. Καθόμουν έξω τις βροχερές μέρες του Χειμώνα, για να ξεπλύνω τη θλίψη από τα μάτια μου. Ήμουν τότε 16 ετών και όλα βαίναν κακώς. Η ζωή μου έγινε μια διαδρομή ως το '94, σπίτι - σχολείο - σπίτι. Ακόμη απορώ πώς άντεξε το κεφαλάκι μου.
Είμαι σίγουρος πως η ιστορία αυτή δεν είναι μόνο δική μου. Την έζησαν κι άλλοι δεν το συζητάμε. Την έχω διηγηθεί πολλές φορές. Ακόμη και στο παιδί μου τη λέω και με κοιτάει με απορία. Και θα τη λέω και στο άλλο μου παιδί, όταν μεγαλώσει.
Για μας τα ξεπεταρόνια όλα βαίναν καλώς, γιατί για την πιο μεγάλη γενιά το περιβάλλον ήταν
αποπνικτικό. Άρχισε το μεγάλο μπαμ της αποδήμησης. Πρώτα ακούγαμε πως έφευγαν ένας ένας από τη γενιά του '68 ως '70. Ο πανικός στα μάτια εμάς των δεκατετράχρονων ήταν εμφανής, αφού χάναμε από δίπλα μας τους υποστηρικτές μας, αδέρφια, ξαδέρφια, φίλους.
Ξέραμε ότι πέρναγαν δύσκολα τα σύνορα, από δύσβατους δρόμους και έπρεπε να ξεφύγουν από τις σφαίρες των δαιμονισμένων συνοριακών φυλάκων.
Λίγο αργότερα το σύστημα έπεσε και τα σύνορα άνοιξαν νόμιμα. Άρχισαν τότε να φεύγουν και νέοι της επόμενης γενιάς, ως το '73.
Ξαφνικά ήρθε και η σειρά μας. Ένας ένας, οι φίλοι μου ακολουθούσαν τα αδέρφια, τα ξαδέρφια και άλλους συγγενείς. Ως το '92, έφυγε και ο προτελευταίος. Ναι ναι προτελευταίος, γιατί τελευταίος ήμουν εγώ, που δεν είχα πού να πάω.
Έκατσα λοιπόν 2 χρόνια μόνος και απαρηγόρητος. Σε κάθε γωνιά του χωριού που περπατούσα, έβλεπα οράματα και σκάλιζα τις αναμνήσεις μου. Καθόμουν έξω τις βροχερές μέρες του Χειμώνα, για να ξεπλύνω τη θλίψη από τα μάτια μου. Ήμουν τότε 16 ετών και όλα βαίναν κακώς. Η ζωή μου έγινε μια διαδρομή ως το '94, σπίτι - σχολείο - σπίτι. Ακόμη απορώ πώς άντεξε το κεφαλάκι μου.
Είμαι σίγουρος πως η ιστορία αυτή δεν είναι μόνο δική μου. Την έζησαν κι άλλοι δεν το συζητάμε. Την έχω διηγηθεί πολλές φορές. Ακόμη και στο παιδί μου τη λέω και με κοιτάει με απορία. Και θα τη λέω και στο άλλο μου παιδί, όταν μεγαλώσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου